ρετρό

ρετρό
το
(λ. γαλλ.), επιστροφή στα παλιά: Φέτος είναι της μόδας οι ταινίες ρετρό.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ρετρό — το Ν άκλ. (σχετικά με τέχνη ή μόδα) 1. η επιστροφή σε στύλ ή σε τρόπους λίγο ή πολύ χρονικά απομακρυσμένους 2. ως επίθ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επιστροφή αυτή («τραγούδια ρετρό»). [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. retro < λατ. retro «πίσω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”